θωρώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θωρώ — και θωράω και θαρώ (Μ θωρῶ και θαρῶ) 1. βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζω («πώς μάς θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;» Βαλαωρ.) 2. παρατηρώ, παρακολουθώ προσεκτικά 3. διακρίνω, στοχάζομαι, διαισθάνομαι («θωρώ ξαναγιαρύσασι κι ήρθαν τα… … Dictionary of Greek
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… … Deutsch Wikipedia
Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… … Deutsch Wikipedia
άθωρος — η, ο [θωρώ] ο αθώρητος … Dictionary of Greek
αγγελοθωρώ — οραματίζομαι τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + θωρώ] … Dictionary of Greek
αγριοθωρώ — ( έω) (MN) αγριοβλέπω, αγριοκοιτάζω *. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγρια + θωρῶ] … Dictionary of Greek
αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος … Dictionary of Greek
ακριβοθωρώ — 1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή 2. βλέπω κάποιον σπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο + θωρώ. ΠΑΡ. ακριβοθώρητος] … Dictionary of Greek